- βριξιά
- ηβλ. βρισιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρισιά — και βριξιά, η υβριστικός λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. βρισιά < μσν. υβρισία < ύβρισα, αόρ. του υβρίζω βριξιά < έβριξα, διαλεκτικός τύπος αορίστου του βρίζω] … Dictionary of Greek
βρίζω — Θαλάσσια θεότητα, που χρησμοδοτούσε με όνειρα και λατρευόταν κυρίως στη Δήλο. Σε αυτήν κατέφευγαν σύζυγοι, μητέρες και αδελφές των ναυτικών, ζητώντας πληροφορίες για τους συγγενείς τους. * * * (I) υβρίζω, λέω λόγια προσβλητικά και άπρεπα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek